- χλόη
- Oνομασία 3 οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστοριάς.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βελεστίνου.
3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέχρου.
* * *η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χλόα, και ιων. τ. χλοίη, Απρασινάδα, χορτάρι, γρασίδι (α. «κοιμάται ο... βοσκός στη χλόη το μεσημέρι», Γρυπ.β. «εἰς δὲ λειμώνων χλόην καθεῑμεν αὐτάς», Ευρ.)νεοελλ.βοτ. α) συνοπτική ονομασία τών ειδών τών ποωδών φυτών που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία πυκνής χαμηλής βλάστησης, τού χλοοτάπηταβ) (κατ' επέκτ.) ο χλοοτάπητας, κν. γκαζόνμσν.-αρχ.λάδι που μόλις έχει εξαχθεί από ελιές («τῇ χλόη... ἐπάλειφε», Γεωπ.)αρχ.1. το φύλλωμα κάθε είδους ποώδους φυτού2. η πρώτη βλάστηση τών δένδρων («ἀμπέλου δὲ νιν πέριξ ἐγὼ κάλυψα βοτρυώδει χλόῃ», Ευρ.)3. είδος λαχανικού4. ως κύριο όν. ἡ Χλόηα) προσωνυμία τής Δήμητρος και τής Θέμιδοςβ) ηρωίδα ελληνιστικού μυθιστορήματος, γνωστού σήμερα με τον τίτλο Δάφνις και Χλόη.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. χλόη (< *χλόFη) και χλοῦς (< *χλόFος) μπορούν να ενταχθούν σε μία ευρύτατη οικογένεια λ. που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ghel- με σημ. «λάμπω, ακτινοβολώ» αλλά και «κίτρινος, γαλάζιος, πράσινος», η οποία χρησιμοποιήθηκε —όχι μόνο στην Ελληνική, αλλά και σε άλλες ΙΕ γλώσσες— για να δηλώσει ειδικότερα το πράσινο τών φυτών και επομένως τη ζωντάνια και το σφρίγος τής βλάστησης (πρβλ. λατ. helus/holus «χλόη, λαχανικά, πρασινάδα», αρχ. ρωσ. zelĭje «φυτό, πόα», αρχ. σλαβ. zelĭje «λάχανο», λιθουαν. žole «χλόη, λουλούδι», žālias «πράσινος», φρυγικό ζέλκια «λάχανα»). Ωστόσο, η ένταξη τού ελλ. τ. στην οικογένεια αυτή παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες, αφού η μορφή *χλοF- τού θ., με τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας και το -F-, δεν απαντά σε άλλες γλώσσες. Οι δυσχέρειες αυτές, κατά μία άποψη, είναι δυνατόν να αρθούν, αν οι ελλ. λ. αναχθούν σε μία ρίζα *ghl-e/ow-, δηλαδή εκτεταμένη με -F- μορφή τής ρίζας *ghel- (πρβλ. ῥέω* < ρίζα *sr-ew-, εκτεταμένη μορφή τής ρίζας *ser-, φλέω* < ρίζα *bhl-ew-, εκτεταμένη μορφή τής ρίζας *bhel-). Εξάλλου, και από σημασιολογική πλευρά, προβλήματα γεννά ο καθορισμός τής αρχικής σημ. τής ρίζας και τών εξελίξεων (από την έννοια τής λάμψης ή από τη σημ. τη δηλωτική χρώματος) που έλαβε στους διαφόρους τ. οι οποίοι ανήκουν στην οικογένεια αυτή (πρβλ. χλωρός, χολή, χόλος). Τέλος, παρλλ. προς τον τ. χλόη απαντά και δωρ. τ. χλόα και ιων. τ. χλοίη, σχηματισμένος πιθ. αναλογικά προς τον τ. ποίη τής λ. πόα].
Dictionary of Greek. 2013.